- έμπηξη
- η (AM ἔμπηξις)1. μπήξιμο, προσήλωση2. πήξιμο, στερεοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπηγμα — το 1. έμπηξη 2. αυτός που έχει ήδη μπηχτεί … Dictionary of Greek
βελονισμός — Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική των Κινέζων από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Στην Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, όπου έχει τον… … Dictionary of Greek
εμπηκτήρας — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η έμπηξη … Dictionary of Greek
πάκτωμα — (I) και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση 2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα. (II) και πάχτωμα, το… … Dictionary of Greek
πασσαλοκοπία — ή, Α [πασσαλοκοπώ] έμπηξη πασσάλων … Dictionary of Greek
πασσαλοπήκτης — ο τεχνολ. κρουστικό μηχάνημα με σφύρα ελεύθερης πτώσης που χρησιμοποιείται για την έμπηξη πασσάλων ή πασσαλοσανίδων στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσαλλος + πήκτης (< πήγνυμι «στερεώνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
σφυρί — Εργαλείο κατάλληλο για βίαια ή ελαφρά χτυπήματα κατευθείαν στο υλικό ή και σε άλλο εργαλείο (κοπίδι, ζουμπάς κλπ.). Αποτελείται από μια μάζα (κεφαλή) χάλυβα, μόλυβδου, ορείχαλκου, ή άλλου μετάλλου, η οποία έχει στη μέση μια τρύπα για να… … Dictionary of Greek
χωστός — ή, ό / χωστός, ή, όν, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] αυτός που σχηματίστηκε με την επισώρευση χώματος νεοελλ. 1. αυτός που μετά από έμπηξη στη γη εισχωρεί σε μεγάλο βάθος 2. (ιδίως για υποδήματα) αυτός που καλύπτει ολόκληρο το επάνω μέρος τού ποδιού 3. μτφ … Dictionary of Greek
χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… … Dictionary of Greek